όψις
Η ερμηνεία του όρου από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη πραγματικότητα.

του Βασίλη Οικονόμου

ΘΕΑΜΑ Συμπεριληπτικό Θέατρο, Ελλάδα

Σκοπός αυτού του θεωρητικού κειμένου είναι η ανάδειξη της ερμηνείας του όρου ὄψις, που αναφέρεται στον Αριστοτέλη και στους φιλόσοφους που προηγούνται, καθώς και πως μπορεί μια νέα προσέγγιση του όρου ν’ αποτελέσει βασικό εργαλείο στην αναδόμηση της μεθόδου διδασκαλίας σε ανάπηρους περφόρμερς. 

Στην προσπάθεια αυτή, είναι φανερό ότι ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα: Ποια είναι η έννοια του έκτου συστατικού στοιχείου της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη, όπως την  χρησιμοποιεί στην Περί Ποιητικής πραγματεία; Ποια ισχύ μπορεί να έχει στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα; Ο προσδιορισμός ἀτεχνότατον αποδυναμώνει την θέση της ὄψεως στην τραγωδία ή εν τέλει λειτουργεί διευκρινιστικά στον ρόλο της; Η εξέταση όλων αυτών των καίριων ζητημάτων απαιτεί την προσεκτική ματιά στην εργογραφία του Αριστοτέλη και των φιλοσόφων που έχουν προηγηθεί με ιδιαίτερη έμφαση στα σημεία που αναδεικνύουν την αξία της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε σχέση με το κοινό.

A) Η ερμηνεία του όρου από τον Αριστοτέλη

Υπάρχει το παράδοξο, κατά τον Σηφάκη, να ερμηνεύουμε κατά λέξη και φαινομενικώς ορθά έναν όρο, με αποτέλεσμα να αποδίδουμε έτσι στον Αριστοτέλη μία ανακολουθία και ασυνέπεια, και μάλιστα στα όρια του ίδιου κεφαλαίου της πραγματείας του1 Αντίθετα, ο Scott προτείνει να ερμηνεύουμε το λόγο του Α. κατά λέξη (Taking him at his word). 2  Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβανόμαστε καλύτερα πότε ο φιλόσοφος θέλει να χρησιμοποιήσει την κύρια ή τις δευτερεύουσες έννοιες των όρων. 3

 

  

 

 

 

Αδιαμφισβήτητο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο Α. στην Ποιητική δεν  ορίζει την ὄψιν και δημιουργεί στους μελετητές ερωτήματα τόσο για την εννοιολογική απόχρωση της λέξης όσο και για το εάν όλο το  έργο φέρει την «καθαρή» λογοτεχνική αξίωση  ή αποτελεί έναν «οδηγό» για την θεατρική παράσταση. Μπορεί στον ορισμό της τραγωδίας να αναφέρεται ότι πρῶτον μὲν ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τι μόριον τραγῳδίας ὁ τῆς ὄψεως κόσμος (1449b 31-32)  γιατί πράττοντες ποιοῦνται τὴν μίμησιν αλλά η ὄψις, στην αξιολογική σειρά των μορίων της τραγωδίας, τοποθετείται στην έκτη θέση.

 

 

Ο Twining σκέφτηκε, ότι ὄψις είναι η συνολική ορατή διάταξη του θεάτρου. Αντίθετα, ο Halliwell, αρνητικός στην θέση του Twining, διερωτάται μήπως ο Α., μέσω αυτής, χαρακτηρίζει (με πιο περιορισμένη σημασία) την εμφάνιση των ηθοποιών (μάσκες, κοστούμια, φυσική συμβολή των δρώντων) και ίσως και του χορού. 4   Οι Σηφάκης και Scott συμφωνούν, από διαφορετική οπτική, ότι τῆς ὄψεως κόσμος είναι η διάταξη του θεάματος, η παράσταση, την οποία ο Συκουτρής  προσδιορίζει με τρεις λειτουργίες της:  

 

 

«Ὑπὸ τὸν ὅρον αὐτόν  περιλαμβάνει ὁ φιλόσοφος πᾶν ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν τραγῳδίαν ὡς θεατρικήν παράστασιν ἤτοι: 1) τὴν σκηνοθεσίαν, 2) τὴν ὑπόκρισιν καί τὴν απαγγελίαν, 3) τὴν σκηνογραφίαν καί τὰς ἐνδυμασίας τῶν ἠθοποιῶν- ὅ,τι ἦτον ἔργον τοῦ σκευοποιοῦ». 5

 

 

 

Η τραγωδία, στην αρχαία Ελλάδα,  είναι ένα θέαμα που απαιτεί μια διάταξη (il est une vision qui nécessite une mise en ordre). 6  Θέαμα και τραγωδία συνυπάρχουν στην Ποιητική υπό όρους παράδοξους. Ο Αριστοτέλης τα διακρίνει, αλλά δεν τα  διαχωρίζει επειδή , στα μάτια του, είναι αναπόσπαστα. Εν κατακλείδι, ο Billault σωστά αναφέρει ότι το θέαμα, η τραγωδία και η ποίηση σχηματίζουν το τρίγωνο το οποίο αποτελεί τη βάση για την τραγική δραματουργία.  Αυτή η δραματουργία είναι σύνθετη (πολύπλοκη) και πλούσια σε εντάσεις και αντιφάσεις και σίγουρα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Scott, η παράσταση κατ’ ανάγκην παράγει θέαμα 8  αλλά ο Αριστοτέλης επιλέγει την συνολική  ματιά, μέσω του γνωστικού ρεαλισμού που είναι χαρακτηριστικός της φιλοσοφίας του, και αυτό, κατά την προσωπική μου άποψη, οφείλουμε να το σεβαστούμε.   

 

B) Η νέα προσέγγιση στην ερμηνεία του όρου στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Είναι λοιπόν αντιληπτό ότι η σημασία του θεάματος στην οργάνωση μιας παράστασης – σύμφωνα με τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους – είναι υποχρεωτική. Αυτό το θέαμα συμβάλλει στον εντυπωσιασμό του θεατρικού έργου και σίγουρα προσδίδει την αισθητική άποψη του προβαλλόμενου έργου υπό την προσωπική ματιά του σκηνοθέτη/χορογράφου/δημιουργού. Η αισθητική δημιουργία δεν προϋποθέτει την ιδανική αλά τη μοναδική διάταξη της παράστασης, κι έτσι μονάχα μπορεί να ευαισθητοποιήσει, να ψυχαγωγήσει και να προκαλέσει την κατάλληλη – κάθε φορά -αντίδραση του κοινού. Η μοναδικότητα δεν συνιστά αρτιότητα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες – κειμενικοί και εξωκειμενικοί – που συμβάλουν στην μοναδικότητα της όψεως της κάθε παράστασης, η οποία – πέρα από κάθε προσδιοριστική ερμηνεία – κινεί τις εντυπώσεις και αποτελεί την βασική απάντηση στο ερώτημα γιατί κάθε θεατρικό έργο πρέπει να επαναλαμβάνεται. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να βασίζεται στο τυχαίο και σίγουρα ακολουθεί κανόνες, είναι δηλαδή καλλιτεχνικό. Οι κανόνες όμως δημιουργίας ενός έργου δεν επιβάλλουν κανέναν περιορισμό στο αποτέλεσμα της οπτικής αίσθησης. Η όψις μίας παράστασης δημιουργείται από το υλικό (ηθοποιοί, χορευτές, σκηνικά, εφέ) και τη διαμόρφωσή του ή καλύτερα το πλάσιμό του σύμφωνα με την αισθητική αντίληψη του σκηνοθέτη/χορογράφου/δημιουργού για τον κόσμο. Στο πλαίσιο της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας το υλικό επιλέγεται για να πλαστεί χωρίς ποτέ να είναι προ-πλασμένο.

Γ) Η όψις ως εργαλείο στην αναδόμηση της διδασκαλίας σε ανάπηρους περφόρμερς

Η νέα αυτή προσέγγιση της ερμηνείας του όρου όψις, που έγκειται στην ανάδειξη του μοναδικού έναντι του ιδανικού και στην έμφαση του τρόπου πλασίματος του υλικού μιας παράστασης (όποιο κι αν είναι αυτό), δίνει τη δυνατότητα για αναδόμηση της μεθόδου διδασκαλίας σε επαγγελματίες ανάπηρους περφόρμερς. 

 

Κάθε ανάπηρος περφόρμερ πρέπει να θεωρείται ως ιδιαίτερο υλικό που συντελεί στη μοναδική διάταξη μιας παράστασης ενώ ο τρόπος διδασκαλίας (το πλάσιμο) θα καθορίσει το βαθμό αποτελεσματικότητάς του και τη λειτουργικότητά του μέσα σε αυτήν. Αυτό που μπορεί να προσφέρει κάθε ανάπηρος περφόρμερ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ποσοτικά αλλά ως μία μοναδική πράξη που συμβάλλει  αφαιρετικά ή πλουραλιστικά στην δραματοποίηση ενός κειμένου ή μιας ιδέας χωρίς σε καμία περίπτωση να αισθάνεται το κοινό ή ο σκηνοθέτης/χορογράφος ότι δρα με περιορισμό. Με αυτόν τον τρόπο ο ανάπηρος περφόρμερ εργάζεται επαγγελματικά υπό το πρίσμα ότι δεν ενσαρκώνει ρόλους στους οποίους ενυπάρχουν στοιχεία της αναπηρίας του αλλά ενσαρκώνει όλους τους ρόλους/χορογραφίες που με την χαρακτηριστική κινησιολογία και ενέργειά του δημιουργεί αντίστοιχους χαρακτήρες (εξάλλου υπάρχουν σχεδόν μηδαμινές αναφορές που κάποιος θεατρικός συγγραφέας/δημιουργός  κρίνει ότι ο ήρωάς του δεν θα μπορούσε να έχει κάποια βλάβη).

Δ) Συμπέρασμα – Η συμβολή της νέας προσέγγισης του όρου

Η ὄψις, το οπτικό ρεύμα κατά τον Πλάτωνα, του κοινού είναι αυτή που έχει περισσότερο ανάγκη τον επαναπροσδιορισμό απέναντι στους ανάπηρους περφόρμερς (ηθοποιοί, χορευτές, μουσικοί, εικαστικοί). Η συμφιλίωση και η αποδοχή  του κοινού με την παρουσία του επαγγελματία ανάπηρου περφόρμερ επί σκηνής αποτελεί ακόμα ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει    ότι πρῶτον μὲν ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τι μόριον τραγῳδίας ὁ τῆς ὄψεως κόσμος (1449b 31-32)  γιατί πράττοντες ποιοῦνται τὴν μίμησιν αλλά η μίμηση δεν πρέπει να αποτελεί την ιδανική αντιγραφή αλλά την μοναδική καταγραφή αυτού του κόσμου. Με αυτό το κριτήριο οι ανάπηροι περφόρμερς μπορούν να είναι Διονυσιακοί τεχνίται.

 

__________________

  1. Poetics 6.1450b16-17: ἡ δὲ ὄψις ψυχαγωγικὸν μέν, ἀτεχνότατον δὲ καὶ ἥκιστα οἰκεῖον τῆς ποιητικῆς Opsis, while highly effective, is yet quite foreign to the art and has nothing to do with poetry.
  2. Sifakis (2009) 19.
  3. Scott (2000) 18.
  4. Scott (2000) 16-18, 30-31.
  5. Sykoutris (1937) 119.
  6. Billault (2001) 44.
  7. Billault (2001) 59.
  8. Scott (2000) 16.
 

Βιβλιογραφία

 

Billault A. (2001),“ Le spectacle tragique dans la Poétique d’Aristote”, in A. Billault and C. Mauduit (ed.) Lectures antiques de la tragédie grecque, Actes de la Table-ronde du 25-11-1999 (Lyon), 43-59.

Bonitz, H. (1870), Index Aristotelicus, Berlin.

Else, G. F. (1957), Aristotle’s Poetics: The Argument, Cambridge.  

Grube, G. M. A. (1995), Ο Αριστοτέλης για την ποίηση και το ύφος, μετ. Γ. Χρυσάφης, Αθήνα.

Halliwell, S. (1986), Aristotle Poetics, London.

Kassel, R. (1965), Aristotelis de arte poetica liber, Oxford.

Kalfas, Β. (1995), Plato Timaeus, Polis Editions, (in greek), Athens. 

Lucas, D.W. (1968), Aristotle Poetics, Oxford .

Reeves Ch. H. (1947), Studies in the technical terminology of the Poetics of Aristotle, Cincinnati. 

Scott G. (2000),“The Poetics of performance, The necessity of spectacle, music and dance in Aristotelian tragedy”, in S. Kemal and I. Gaskell (ed.) Performance and authenticity in the arts (Cambridge), 15-48.

Sifakis, G. Μ. (2009), “Ερμηνεία και παρερμηνείες της Ποιητικής του Αριστοτέλη”, Αριάδνη 15, 13-26. 

Stanford B.W. (1936), “The Quality of ὌΨΙΣ in Words”, The Classical Review 50, No. 3, 109-112.   

Sykoutris, Ι. (1937), Aristotle’s Poetics, trnsl. by S. Μenandros, edited by Ι. Sykoutris, Athens.

Μετάβαση στο περιεχόμενο