O χορός ως μέσο επικοινωνίας

της Vera Varhegyi

Élan Interculturel, Γαλλία

Επισκόπηση

  • Εισαγωγή: Είναι ο χορός μέσο επικοινωνίας;
  • Τι είναι επικοινωνία;
  • Επικοινωνία και περιβάλλον: Με ποιους τρόπους η επικοινωνία είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα
  • Οι άνθρωποι που επικοινωνούν: Εισαγωγή στη σχεσιακή σωματοποιημένη επικοινωνία
  • Το λεξιλόγιο της σωματικής επικοινωνίας και η ποικιλομορφία του
  • Η γραμματική της σωματοποιημένης επικοινωνίας – Προσέγγιση, απόκλιση

Εισαγωγή: Είναι ο χορός μέσο επικοινωνίας;

Η ιδέα ότι ο χορός είναι μια μορφή επικοινωνίας δεν προκαλεί έκπληξη. Ίσα ίσα, μπορεί να θεωρηθεί και κλισέ. Συνεπώς, ας περιστρέψουμε αυτήν την ιδέα: αντί να εξετάσουμε ποια στοιχεία της επικοινωνίας υπάρχουν στον χορό, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι μπορεί να μας διδάξει ο χορός για την επικοινωνία. Μια τέτοιου είδους έρευνα είναι τόσο ενδιαφέρουσα για εμάς, τα μέλη της ομάδας CONTACT, ώστε αφιερώσαμε μία από τις πρώτες μας αποστολές στο να ανακαλύψουμε πώς ο χορός μπορεί να μας βοηθήσει να συμπεριληφθούμε στην επικοινωνία σε συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι τείνουν να είναι διστακτικοί, εξαιτίας φόβων, προκαταλήψεων ή του φόβου να ντροπιαστούν. Η συνάντηση ενός ανάπηρου ατόμου και ενός μη ανάπηρου ατόμου είναι προφανώς μία τέτοια συνθήκη: μπορεί και οι δύο να ανησυχούν μήπως δεν κάνουν το σωστό, μην τυχόν φοβίσουν ή ντροπιάσουν τον άλλον. Φυσικά, είναι πιο εύκολο να αποφύγουμε εντελώς την αλληλεπίδραση. Αυτοί οι φόβοι φαίνεται να είναι μία από τις αιτίες πίσω από τον διαχωρισμό/αποστασιοποίηση των νέων ανάπηρων ανθρώπων.

Η χρήση του χορού σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί στην αρχή να φαίνεται παράλογη. Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε μια ασώματη μορφή επικοινωνίας, που να κρύβει τα σώματα και επομένως να κρύβει και τη σωματική αναπηρία, αντί να βάλουμε το σώμα στο επίκεντρο της προσοχής; Για εμάς, μία τέτοια στρατηγική «αποφυγής» απλώς θα έκανε την αναπηρία ακόμα μεγαλύτερο ταμπού, θα υπονοούσε ότι κάτι δεν πάει καλά με τα ανάπηρα άτομα και ότι θα έπρεπε να φέρονται/φερόμαστε σαν να μην το συνειδητοποιούμε. Αντ΄ αυτού, προτείνουμε να υποδεχόμαστε τις διαφορές ως έχουν και να τις προσπερνάμε ώστε να έρθουμε σε επαφή ο ένας με τον άλλον. Αλλά είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική επαφή; Θα μπορούσε πραγματικά η επικοινωνία να είναι η «απάντηση στις επώδυνες διακρίσεις ανάμεσα στον εαυτό και στον άλλον, στο ιδιωτικό και στο δημόσιο και στην εσωτερική σκέψη και τον εξωτερικό κόσμο» (Durnham 1999:2); Πώς;

Τι είναι επικοινωνία;

«Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για επικοινωνία είναι αυτή με το βέλος που πηγαίνει από το ένα άτομο στο άλλο. Το βέλος αντιπροσωπεύει την εκούσια μετάδοση ενός μηνύματος, συνήθως ενός λεκτικού μηνύματος, από έναν αποστολέα προς έναν παραλήπτη. Ο τελευταίος φυσικά μπορεί να γίνει ο αποστολέας και ούτω καθεξής».

(Winkin 2001:25)

Μοντέλο επικοινωνίας των Shannon-Weaver

_____________________________________

Το μοντέλο των Shannon-Weaver όπως χαρακτηρίζεται από το Γραφείο Αξιολόγησης Τεχνολογίας του Κογκρέσου των ΗΠΑ (Office of Technology Assessment)

Η περιγραφή και η εικονογράφηση παραπάνω περιγράφουν το μοντέλο επικοινωνίας που προτείνουν οι Shannon και Weaver, το οποίο αποκαλούν «μητέρα όλων των μοντέλων» λόγω της ευρείας χρήσης του. Δεν ήταν τυχαίο ότι το μοντέλο προτάθηκε το 1949. Οι Ιδέες και τα σύμβολα εμπνέονται συχνά από δεσπόζουσες εφευρέσεις της εκάστοτε εποχής. Σε αυτήν την περίπτωση, η εφεύρεση ήταν ο τηλέγραφος.

 

Ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στις τρεις βασικές υποθέσεις:

  1. Ο αποστολέας, ο παραλήπτης, και η πράξη της  επικοινωνίας είναι ανεξάρτητα από το περιβάλλον – ανεξάρτητα από τυχόν αναστάτωση–«διαταραχή» που μπορεί να προκύψει.
  2. Ο αποστολέας και ο παραλήπτης είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον. Είναι μεμονωμένες οντότητες.
  3. Ό,τι ταξιδεύει ανάμεσα τους είναι πληροφορία – «η επικοινωνία είναι απλώς η πράξη της μεταφοράς πληροφοριών από ένα μέρος, άτομο ή ομάδα σε ένα άλλο.»

 

Νιώθουμε πως αυτό το μοντέλο περιλαμβάνει όλα τα σημαντικά συστατικά της «επικοινωνίας»; Ας εξετάσουμε αυτό το μοντέλο και τις υποθέσεις του υπό το πρίσμα των χορευτικών μας εμπειριών, όπως υποσχεθήκαμε. Για αυτήν την έρευνα, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθείτε την τελευταία φορά που ήσασταν στη σκηνή μαζί με άλλους. Αισθανθήκατε ότι συνδεθήκατε μαζί τους; Επικοινωνήσατε; Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη «πληροφορία» που μεταδίδατε στους άλλους; Πόσο ανεξάρτητοι ήσασταν από το περιβάλλον;

Επικοινωνία και περιβάλλον: μεμονωμένα ή συνδεδεμένα;

«Η τελευταία φορά που ήμουν στη σκηνή ήταν πριν μία βδομάδα. Ήταν ένα μάθημα ενός είδους ελεύθερου χορού που ονομάζεται «5 ρυθμοί». Δεν υπήρχαν βήματα, ούτε χορογραφία, ούτε οι έννοιες του σωστού και του λάθους στην κίνηση. Σε αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον καθίσταται δυνατό σε όλους να κινούνται με όποιο τρόπο θέλουν. Προφανώς, η ελευθερία κίνησης με όποιο τρόπο θέλουμε δεν θα ταίριαζε σε ένα μάθημα Ζούμπα. Επίσης, υπάρχει και η μουσική. Ακόμα και χωρίς βήματα ή χορογραφία, η μουσική είναι παρούσα στις κινήσεις: στον ρυθμό τους, στο σχήμα τους, στη διάθεσή τους.»

 

Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι τείνουμε να υπερεκτιμούμε την ανεξαρτησία μας από το περιβάλλον – πιθανόν να είναι ένας τρόπος να νιώθουμε πιο «ελεύθεροι» και ότι διαθέτουμε «ελεύθερη βούληση». Αλλά σκεφτείτε αυτό: εκτελούμε τις καθημερινές μας δραστηριότητες πάνω σε έναν βράχο που τρέχει με σχεδόν 30 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο γύρω από τον ήλιο του. Το καθημερινό μας πρόγραμμα περπατήματος και ύπνου συντονίζεται με την περιστροφή του πλανήτη μας γύρω από του άξονες του. Η οστική και μυική κατασκευή μας αποκρίνεται στη βαρύτητα αυτού του συγκεκριμένου πλανήτη (δεν θα μπορούσαμε να κινηθούμε σε μεγαλύτερους πλανήτες και μια εκτενής παραμονή χωρίς βαρύτητα θα οδηγούσε σε απώλεια της οστικής μας μάζας). Κουβαλάμε στα γονίδια μας ίχνη από ένα γενεαλογικό δέντρο άνω του ενός δισεκατομμυρίου ετών. Τα σώματά μας προφανώς δεν είναι ανεξάρτητα από το υλικό περιβάλλον. Επιπλέον, ας αναλογιστούμε το πολιτιστικό τοπίο: ο τρόπος που παρουσιάζουμε τον εαυτό μας, ο τρόπος που ντυνόμαστε, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε αντικείμενα, η γλώσσα που μιλάμε, τα τελετουργικά ευγένειας που χρησιμοποιούμε, όλα εξαρτώνται από την κουλτούρα μας. Αν αφαιρέσουμε την «κουλτούρα», θα είναι τόσο αδύνατο να φανταστούμε την επικοινωνία, όσο αδύνατο είναι να φανταστούμε τον άνθρωπο χωρίς τον πλανήτη Γη.

Πράγματι, για τον Winkin η επικοινωνία δεν είναι παρά η παράσταση μιας κουλτούρας. Ένας τρόπος να εκδηλωθεί το πολιτιστικό περιβάλλον μέσα από εμάς. Μία φαινομενικά ασήμαντη ευκαιρία, μια τυχαία συνάντηση με τους γείτονες στις σκάλες, είναι μία περίσταση που επιβεβαιώνει τη σχέση μας και το ότι ανήκουμε στην ίδια κουλτούρα. Μέσα από τη χρήση κατάλληλων λέξεων και νοημάτων βρίσκουμε τη θέση μας σε μία χορογραφία που επαναλαμβάνεται χωρίς να το αντιληφθούμε.

Τι γίνεται όμως αν ο άλλος που συναντάω πραγματικά άλλος; Αν δεν ανήκουμε στην ίδια κουλτούρα, αλλά διαχωριζόμαστε από περιορισμούς φύλου, ηλικίας, τάξης, εθνικότητας, ικανοτήτων ή φυλής;

_____________________________________

OTA – Global communications: opportunities for trade and aid, Public Domain, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=4024750 https://en.wikipedia.org/wiki/Shannon–Weaver_model

Οι άνθρωποι που επικοινωνούν: εισαγωγή στη σχεσιακή επικοινωνία

«Κάποια στιγμή, ο συντονιστής μάς ζητά να βρούμε κάποιον και να χορέψουμε σε δυάδες. Η αφόρητη βεβαιότητα της κατηγοριοποίησης αυτοεπιβάλλεται: σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ξέρω ότι το άτομο που βρήκα είναι ένας άντρας ή μία ηλικιωμένη γυναίκα, μία μαύρη γυναίκα, ένα ανάπηρο άτομο… Αν αυτή η συνάντηση τύχαινε να συμβεί εκτός σκηνής ή σε μία καφετέρια, το πρώτο πράγμα που θα ρωτούσα τον παρτενέρ μου θα ήταν βασισμένο σε όσα ξέρω για τους άντρες, τις ηλικιωμένες γυναίκες, τις μαύρες γυναίκες, τα ανάπηρα άτομα κ.λπ. Ακόμα και αν δεν το θέλω.  Ευτυχώς, σε αυτήν την περίπτωση, είμαστε στη σκηνή. Το κλάσμα του δευτερολέπτου ακριβώς μετά την κατηγοριοποίηση, ελκόμενος από ένα νόημα του άλλου, ανταποκρίνομαι. Αν είμαστε τυχεροί και συγκεντρωμένοι, ο χορός μας κυριεύει, μας κατευθύνει.» 

 

«Να άλλη μία στιγμή: Κλείνω τα μάτια μου. Αντιλαμβάνομαι τον αέρα που κινείται μέσα και έξω με την αναπνοή μου, νιώθω το βάρος μου, αισθάνομαι τις κινήσεις μου, έχω αδιαμφισβήτητη ανατροφοδότηση από το σώμα μου, τα σύνορα ανάμεσα σε αυτό που είμαι και σε αυτό που δεν είμαι. Είμαι μόνος. Καθώς ανοίγω τα μάτια μου, το πρώτο πρόσωπο που βλέπω είναι συντονισμένο στις κινήσεις μου. Χορεύει μαζί μου, καθρεφτίζοντας και δίνοντας έμφαση στα νοήματά μου. Χορεύουμε μαζί. Άρα, πόσο αληθινή ήταν η προφανής μοναξιά μου;»

 

Για τον Durnham (1999), η έμφαση στην ανεξαρτησία και στον διαχωρισμό του αποστολέα/παραλήπτη μπορεί να είναι περισσότερο η αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο οι δυτικοί επιστήμονες δημιουργούσαν τις θεωρίες τους (καθισμένοι μόνοι τους στον κόσμο του φορέα εργασίας τους) παρά μια πραγματική μέθοδος επικοινωνίας. Δεν εννοούμε ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν ως μεμονωμένα όντα (αν και οι βουδιστές συνάδελφοι μπορεί να διαφωνήσουν). Αλλά μάλλον ότι όσον αφορά την επικοινωνία «όλα όσα είναι σημαντικά για τους ανθρώπους προέρχονται από μια διαδικασία σύμπραξης και συν-δημιουργίας μεταξύ ανθρώπων» (Gergen 2009:87). Όταν οι άνθρωποι έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους, ορίζουν τη σχέση τους και κατανοούν εκ νέου τους εαυτούς τους (Fogel 1993:11). Με λίγα λόγια, η επικοινωνία τους αλλάζει. Γίνονται λίγο διαφορετικοί από αυτό που ήταν την προηγούμενη στιγμή. Η φύση μας είναι διαλογική. Κάθε ένας από εμάς αποτελείται από μία πολλαπλότητα φωνών και προσωπικών θέσεων που δημιουργήθηκαν μέσα από διαλόγους με πραγματικά ή φανταστικά πρόσωπα και ομάδες από τη βρεφική μας ηλικία. Οι πρώτοι μας διάλογοι είναι αποκλειστικά μη λεκτικοί και πιθανόν ενδοπροσωπικοί: συνειδητοποιούμε ότι μπορούμε να αισθανθούμε και να δούμε το χέρι μας. Έπειτα, μαθαίνουμε να συμμετέχουμε σε διαλόγους με άλλους, πρώτα μη λεκτικά και, στη συνέχεια, τελικά και με λέξεις (Fogel 1993). Οι λέξεις τελικά προστίθενται στους διαλόγους μας, αλλά ποτέ δεν σταματάμε να είμαστε διαλογικοί με έναν σωματοποιημένο τρόπο: ακόμα και όταν υπάρχουν λέξεις, υπάρχει πάντα και το σώμα. «Το να ζεις σημαίνει να συμμετέχεις σε διάλογο: να κάνεις ερωτήσεις, να ακούς, να απαντάς, να συμφωνείς και ούτω καθεξής. Σε αυτόν τον διάλογο, ένα άτομο συμμετέχει ολοκληρωτικά και καθόλη τη διάρκεια της ζωής του: με τα μάτια, τα χείλη, τα χέρια, την ψυχή, το πνεύμα, με όλο του το σώμα και τις πράξεις» (Bakhtin 1984:293).

Από τη λεκτική στη σωματοποιημένη επικοινωνία

  • Η βλεμματική επαφή συμβαίνει όταν κοιτάμε ο ένας στα μάτια του άλλου την ίδια στιγμή. Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε η βλεμματική επαφή έγινε ένα τόσο σημαντικό μέσο επαφής των κατοίκων του δυτικού κόσμου, αλλά γνωρίζουμε ότι η έννοια της «βλεμματικής επαφής» χρησιμοποιήθηκε ευρέως τη δεκαετία του ‘60. Στις μοντέρνες δυτικές κοινωνίες, η άμεση βλεμματική επαφή είναι σημάδι αξιοπιστίας και αυτοπεποίθησης. Επίσης, είναι μια πρώιμη παιδική χαρά για την πρώτη επαφή και το φλερτ. Φαίνεται πως μαθαίνουμε τη βλεμματική επαφή πολύ νωρίς: τα βρέφη αρχίζουν να επιτυγχάνουν βλεμματική επαφή από την ηλικία των 6 μηνών. Είναι τόσο σημαντική ώστε τα βρέφη ενός έτους που αποφεύγουν την βλεμματική επαφή αυξάνουν τις ανησυχίες για συγκεκριμένες διαγνώσεις (για παράδειγμα, ΔΑΦ). Παρόλα αυτά, η άμεση βλεμματική επαφή απέχει πολύ από το να είναι καθολική: σε πολλές κουλτούρες, ο σεβασμός και η ευγενική συμπεριφορά συνεπάγονται να χαμηλώνεις τα μάτια και να αποφεύγεις το άμεσο βλέμμα.
  • Τα νοήματα είναι σχήματα και κινήσεις που παράγονται συνήθως με τα χέρια, το κεφάλι και τα μπράτσα.
  • Οι στάσεις αναφέρονται στα σχήματα που παίρνει όλο το σώμα.
  • Οι εκφράσεις του προσώπου αναφέρονται στις κινήσεις και τις γκριμάτσες που κάνουμε με το πρόσωπό μας.
  • Η απτική επικοινωνία / αφή αναφέρεται στην επαφή μέσω της αίσθησης της αφής. Η αφή είναι η πρώτη αίσθηση που αναπτύσσουν τα μωρά και η έλλειψη της συνεπάγεται πολύ μεγαλύτερη δυσκολία από την απώλεια της όρασης ή της ακοής. Υπάρχουν μεγάλες πολιτιστικές διαφορές που καθορίζουν το πότε και το πώς μπορούμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ποια μέρη του σώματος μπορούμε να αγγίξουμε και σε ποιες σχέσεις.
  • Η σημειολογία της απόστασης (proxemics) είναι η μελέτη της σωματικής απόστασης μεταξύ των ανθρώπων, που αντιστοιχεί πάντοτε σε μία συγκεκριμένη σχέση. Αυτές οι αποστάσεις φυσικά διακρίνονται από μεγάλη πολιτιστική ποικιλομορφία.
  • Η χρονομετρική (chronemics). Οι προσδοκίες ως προς τη διάρκεια του χρόνου και του ρυθμού που επηρεάζουν την ταχύτητα μας, τον τρόπο που εναλλάσσουμε την κίνηση και την ακινησία και όλα τα είδη ρυθμών με τα οποία αισθανόμαστε οικεία ή μη οικεία.
  • Η εξωτερική εμφάνιση είναι επίσης μέρος της σωματικής επικοινωνίας. Πώς παρουσιάζουμε τον εαυτό μας; Πώς ντυνόμαστε; Ποια μέρη του σώματος μας θεωρούμε ιδιωτικά και ποια δημόσια; Και πάλι, υπάρχει τεράστια πολιτιστική ποικιλομορφία που συνδέεται άρρηκτα με το αίσθημα της ευπρέπειας. Η εθνικότητα, η θρησκεία και η ύπαρξη ή όχι νοητικής ή σωματικής αναπηρίας μπορούν επίσης να επηρεάσουν το ποια μέρη του σώματος κρύβουμε ή παρουσιάζουμε ή θεωρούμε πρέπον να αγγίζονται.
  • Τα τεχνουργήματα ή τα αντικείμενα μπορούν επίσης να παίξουν ρόλο στην επικοινωνία. Το να ανέβεις σε μία καρέκλα για να βγάλεις μια ομιλία είναι πολύ διαφορετικό από το να κάθεσαι σε αυτήν. Πώς σχετιζόμαστε με τα βοηθήματα του άλλου; Με ένα αμαξίδιο, για παράδειγμα;
  • Η διάταξη των αντικειμένων ή των ανθρώπων έχει επίσης κάποιο νόημα. Σκεφτείτε μόνο τη διαφορά μεταξύ του να στέκεστε σε έναν κύκλο στον οποίο όλοι μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον και μεταξύ του να στέκεστε σε γραμμές όπου η τελευταία σειρά θα μπορεί να βλέπει μόνο τις πλάτες των υπολοίπων.

 

Σε ένα εγχειρίδιο επικοινωνίας, όλα τα παραπάνω στοιχεία συνήθως αναφέρονται ως «μορφές επικοινωνίας», οι οποίες στον αναλυτικό μας συλλογισμό διαχωρίζονται από το «περιεχόμενο» της επικοινωνίας, το οποίο είναι το μήνυμα της, το νόημά της.  Τι γίνεται, λοιπόν, στον χορό, όπου η ψευδαίσθηση ενός συμπαγούς προκατασκευασμένου μηνύματος (όπως το «Τι θα φάμε σήμερα;») εξατμίζεται μπροστά στον αυθορμητισμό των κινήσεων και των αντιδράσεων;  Το μήνυμα και το νόημα συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά είναι απελευθερωμένα από τις θεωρίες μας για το μέλλον και το παρελθόν και επικεντρώνονται στο παρόν. Ποιοι είμαστε στην παρούσα στιγμή; Πώς μας αλλάζει το περιβάλλον (το μουσικό τοπίο, η παρουσία των άλλων);  Και πάνω από όλα, ποιοι είμαστε όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους;

Η γραμματική της σωματοποιημένης επικοινωνίας

Ποιοι είμαστε σε σχέση με τους άλλους; Η σχέση μας τίθεται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση σε κάθε αλληλεπίδραση.  Η «θεωρία της προσαρμογής στην επικοινωνία» (Giles, Ogay 2007) μας βοηθάει να προσδιορίσουμε πώς το κάνουμε αυτό. Η θεωρία παρατηρεί σημάδια «προσαρμογής», αυτή τη «συνεχή κίνηση προς και από τους άλλους». Η προσέγγιση είναι η κίνηση προς τον άλλον, μία μείωση της απόστασης μεταξύ μας. Η προσέγγιση απεικονίζεται ωραία σε μορφές διαπροσωπικού συντονισμού και συγχρονισμού, όπου άνθρωποι σε αλληλεπίδραση συντονίζουν το ρυθμό της αναπνοής τους, καθρεφτίζουν τα νοήματα του άλλου κ.λπ. (Chartrand & Bargh, 1999). Σε λεκτικό επίπεδο, η προσέγγιση μπορεί να επιτευχθεί υιοθετώντας το λεξιλόγιο του άλλου, τις εικόνες του, τις μεταφορές, αλλά και μέσα από ατομοκεντρικά μηνύματα που λαμβάνουν υπόψη τις προτιμήσεις, τις λέξεις, τον τρόπο επικοινωνίας του άλλου κ.λπ. Αντιθέτως, η απόκλιση τονίζει τις διαφορές μεταξύ των συνομιλητών και την ανάγκη για διαχωρισμό, δημιουργώντας ασυμφωνία, σηματοδοτώντας τη μοναδικότητα του ατόμου και επιβάλλοντας τον εαυτό του καθενός. Η συντήρηση συνεπάγεται ότι κάποιος παραμένει στον αρχικό τρόπο επικοινωνίας του. Αυτές οι στρατηγικές παρουσιάζονται σε όλα τα επίπεδα της επικοινωνιακής συμπεριφοράς που εξετάσαμε παραπάνω, είτε είναι λεκτική είτε μη λεκτική, είτε λαμβάνει χώρα σε ένα εμπορικό κέντρο είτε σε μια σκηνή.

 

Αυτό που είναι σημαντικό να κατανοήσουμε σε αυτό το σημείο είναι ότι η «προσέγγιση» δεν είναι απαραίτητα καλή, όπως και ότι η «απόκλιση» δεν είναι απαραίτητα κακή. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε συνεχώς ο ένας τον άλλον: η πλήρης συγχώνευση, με τη μορφή της πλήρους κατανόησης και διάσπασης του είναι του καθενός δεν είναι απλώς αδύνατη, αλλά πολύ πιθανόν και αφόρητη – ακόμα και αν η έλξη και οι σχετικές προσδοκίες είναι δελεαστικές (απλώς ρωτήστε τους νέους εραστές). Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. «Το γεγονός ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να επικοινωνήσουμε σαν τους αγγέλους είναι τραγικό, αλλά είναι επίσης και ευλογία. Πιο λογικό όραμα είναι αυτό της επιτυχούς αδυναμίας για επαφή. Η αποτυχία στην επικοινωνία, επίσης, δεν σημαίνει ότι είμαστε μοναχικά ζόμπι που ψάχνουν την αδερφή ψυχή τους. Σημαίνει ότι έχουμε νέους τρόπους να σχετιζόμαστε και να φτιάχνουμε κόσμους ο ένας με τον άλλον.» (Durham Peters 1999)

 

Επομένως, στη σκηνή, μπορούμε να ακολουθήσουμε τον ρυθμό και τις κινήσεις ενός άλλου ατόμου, να γίνουμε ο καθρέφτης του, να του προσφέρουμε την επιβεβαίωση ότι τον βλέπουν, τον εκτιμούν, τον παραδέχονται.  Αλλά αν μείνουμε κολλημένοι στον ρόλο του καθρέφτη, ο άλλος μπορεί να νιώσει πνιγμένος, ότι χάνει την αυτονομία του και την ελευθερία του εξαιτίας μας. Η πολύ μεγάλη παραδοχή μπορεί να γίνει φυλακή.  Η εναλλαγή στιγμών προσέγγισης (όταν ευθυγραμμίζω τον εαυτό μου με τον άλλον) και στιγμών απόκλισης (όταν κάνω κάτι συμπληρωματικό) και συντήρησης (όταν κινούμαι σύμφωνα με το ένστικτό μου, χωρίς να αποκρίνομαι στον άλλον) μπορεί να του δώσει την αυτονομία να επιλέξει και αυτός με τη σειρά του την προσέγγιση και να καλλιεργήσει λίγη αμοιβαιότητα (αμοιβαία παραδοχή).  Αυτό το παιχνίδι εναλλαγής κινήσεων προς τον άλλον και ανεξάρτητων κινήσεων μάς προσφέρει επίσης τον τρόπο να ταξιδέψουμε σε αχαρτογράφητα νερά, τόσο στη μεταξύ μας σχέση όσο και στον χορό.

Αναφορές

Afifi, W. A. (2007). Nonverbal communication. In Whaley, B. B., Samter, W. (Eds.), Explaining communication: Contemporary theories and exemplars (pp. 39–59) Lawrence Erlbaum Associates Publishers NJ.

Bakhtin, Mikhail M. Problems of Dostoyesky’s Poetics. ed. and trans. Caryl Emerson. Minneapolis: University of Minnesota P, 1984.

Chartrand, T. L., & Bargh, J. A. (1999). The chameleon effect: The perception–behavior link and social interaction. Journal of Personality and Social Psychology, 76(6), 893-910.

Durham Peters, J. (1999) “Speaking into the Air – A History of the Idea of Communication” Chicago: University of Chicago Press

Gergen, K.J. (2009) Relational Being, Beyond Self and Community. Oxford: Oxford University Press

Giles, H. Ogay, T. (2007). Communication Accommodation Theory. In Whaley, B. B., Samter, W. (Eds.), Explaining communication: Contemporary theories and exemplars (pp. 39–59) Lawrence Erlbaum Associates Publishers NJ.

Winkin, Y. (2001). Anthropologie de la communication. De la théorie au terrain. Paris : Editions du Seuil

Μετάβαση στο περιεχόμενο